συγκολλητικός

συγκολλητικός
ή, ό[ν]
1) склеиваемый, поддающийся склеиванию, спайке, сварке; 2) склеивающий; паяльный; сварочный

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "συγκολλητικός" в других словарях:

  • συγκολλητικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη συγκόλληση («συγκολλητική διεργασία») 2. κατάλληλος για συγκόλληση («συγκολλητικές ουσίες») 3. φρ. α) «συγκολλητικές γλώσσες» γλωσσ. γλώσσες, όπως είναι η Τουρκική, η Ουγγρική, η Σουαχίλι κ.ά., που… …   Dictionary of Greek

  • συγκολλητικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στη συγκόλληση ή χρησιμοποιείται για τη συγκόλληση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • διακολλητικός — ή, ό (Α διακολλητικός, ή, όν) συγκολλητικός, αυτός που είναι ικανός ή κατάλληλος για συγκόλληση αρχ. εκείνος στον οποίο ή για τον οποίο χρησιμοποιούνται διακολλήματα, κόλλες, ή διακολλήσεις, συγκολλήσεις …   Dictionary of Greek

  • εύκολλος — εὔκολλος, ον (Α) αυτός που συγκολλά κάτι καλά, με τον οποίο εύκολα συγκολλάται κάτι, ο συγκολλητικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κολλος (< κολλώ), πρβλ. ά κολλος, αμφί κολλος] …   Dictionary of Greek

  • κλαύρος — κλαῡρος, ον (Μ) (επίθ. αμτβλ. σημ., σχετικό με το κόμμι, με τη γόμα) συγκολλητικός …   Dictionary of Greek

  • προαξελερίνη — η, Ν (βιοχ.) ουσία που περιέχεται στο φυσιολογικό πλάσμα τού αίματος και δρα ως επιταχυντής τής συγκόλλησης, αλλ. συγκολλητικός παράγοντας V …   Dictionary of Greek

  • κολλητικός, -ή — και ιά, ό 1. αυτός που έχει την ιδιότητα να κολλάει, συγκολλητικός. 2. μολυσματικός, μεταδοτικός: Ο κοκίτης είναι κολλητική ασθένεια της παιδικής ηλικίας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»